Εκτύπωση
Κατηγορία: Μουσεία
Επισκέψεις: 378

 

 

 

 

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΡΙΑΣ ΕΞΗΓΕΙ ΣΤΗΝ «Ε»
ΓΙΑΤΙ Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΣΤ
ΑΤΙΚΟ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

 

alt

 

Ο άνθρωπος, που για 41 χρόνια κυβέρνησε και μεγαλούργησε στο Μουσείο Μπενάκη,
έρχεται στη Λάρισα σε συνέδριο στη μνήμη Λένας Γουργιώτη

 

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΝΑΤΑΣΣΑ ΠΟΛΥΓΕΝΗ - Δημοσίευση: 15 Οκτ 2017

 

Για το «όραμα της επίθεσης στην κρίση», τρεις προτροπές έδινα κυρίως στους νεότερους: υπομονή, αντοχή και αισιοδοξία. Προπάντων όμως κανενός είδους υποβάθμιση αρχών".

 

Άγγελος Δεληβορριάς. Οραματιστής, ακάματος, πολυπράγμων, ο άνθρωπος πίσω από το Μουσείο Μπενάκη. Ο άνθρωπος που επί 41 χρόνια κρατούσε το τιμόνι του μουσείου και κατάφερε με τόλμη και με άοκνη επιμονή να μεταμορφώσει το Μουσείο Μπενάκη σε έναν δυναμικό, πολυδιάστατο μουσειακό οργανισμό που η φήμη του απλώνεται στα πέρατα του κόσμου.

Ο Άγγελος Δεληβορριάς συνέδεσε όλη του τη ζωή με το μουσείο Μπενάκη και δεν πρόκειται να το εγκαταλείψει ποτέ. Άλλωστε είναι το «παιδί» του. Εκείνος το μεγάλωσε, εκείνος του έδειξε τον δρόμο, πώς να το αφήσει μονάχο του; Ο Άγγελος Δεληβορριάς δεν υπήρξε απλώς ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, αλλά ο οδηγός του. Ο άνθρωπος που ήξερε πότε έπρεπε να κυβερνήσει το καράβι, πότε να λειτουργήσει ως επιστήμονας και πότε ως σύγχρονος μάνατζερ. Το Μουσείο Μπενάκη αλλά και η ίδια η χώρα τού χρωστά πολλά. Η Λάρισα και συγκεκριμένα το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο «Λένα Γουργιώτη» θα τον υποδεχτούν στις 3 Νοεμβρίου.

Ο Άγγελος Δεληβορριάς θα κηρύξει τις εργασίες του συνεδρίου που διοργανώνει η Αντιδημαρχία Πολιτισμού και Επιστημών και το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας, στη μνήμη της Λένας Γουργιώτη, ιδρύτριας, προέδρου και διευθύντριας του Λαογραφικού Μουσείου. Συνδυάζοντας και τις ιδιότητες του καθηγητή Αρχαιολογίας και μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, έρχεται στη Λάρισα για να μιλήσει για το κρατικό ενδιαφέρον και την ιδιωτική πρωτοβουλία, γύρω από τον ελληνικό πολιτισμό των χρόνων της τουρκοκρατίας. Ο χαρισματικός αυτός άνθρωπος, με αφορμή την επικείμενη επίσκεψή του στη πόλη, μιλά στην «Ε» για το πώς κατάφερε να χτίσει την «αυτοκρατορία» Μπενάκη, για το πώς μπορούν τα μουσεία να αντισταθούν στην κρίση ενώ καταθέτει και τη προσωπική του άποψη, για το πώς μπορούν τα περιφερειακά μουσεία να γίνουν πόλος έλξης.

@ Έχει γραφεί πολλές φορές σε εφημερίδες και περιοδικά ότι είστε ο μακροβιότερος διεθνώς διευθυντής μουσείου. Πάνω από 40 χρόνια υπηρετείτε το Μουσείο Μπενάκη. Παραλάβατε το αρχοντικό του Αντώνη Μπενάκη και το μετατρέψατε σε μία σύγχρονη μουσειακή αυτοκρατορία. Αναρωτιέμαι πόσες θυσίες χρειάστηκε να κάνετε για να καμαρώνουμε και να απολαμβάνουμε αυτό το στολίδι πολιτισμού;

Θα επαναλάβω για άλλη μια φορά πως ό,τι γίνεται στην Ελλάδα είναι ήδη πραγματωμένο στην Ευρώπη και στην Αμερική τουλάχιστον μια εικοσιπενταετία προηγουμένως. Στην περίπτωση του Μουσείου Μπενάκη είχα προτείνει τις κατά τη γνώμη μου επιβεβλημένες εκσυγχρονιστικές αλλαγές το 1975, χωρίς να φαντάζομαι ότι, για να προσφερθούν εντέλει στο κοινό με τα εγκαίνια του σωτηρίου έτους 2000, θα περνούσε τόσος χρόνος. Αυτό, βεβαίως, προϋπέθετε μια σειρά από εκπτώσεις σε προ πολλού διαμορφωμένες προσωπικές επιλογές, μια μεταστροφή, θα έλεγα, των έως τότε αρχών που τηρούσα στη ζωή μου. Αναφέρω ενδεικτικά τις συνεχείς επαφές με όλες τις πολιτικές-κομματικές παρατάξεις, καθώς και την επίσης συνεχή συναναστροφή μου με τον κόσμο του χρήματος.

Την κοσμικότητα πάντως δεν την είχα συμπεριλάβει ποτέ στις επιδιώξεις μου, ενώ αντίθετα η κοινωνικότητα μπορεί να προσμετρηθεί στα φυσικά μου χαρίσματα. Αυτή συνέτεινε άλλωστε κατά πολύ στην έξωθεν καλή μαρτυρία του Μουσείου και στη θεαματική αύξηση των δωρεών και των κληροδοτημάτων που δεχόταν με ρυθμούς συγκινητικούς. Από τις θυσίες που χρειάστηκε να κάνω, μεγαλύτερη ήταν εκείνη του αφιερωμένου αποκλειστικά στους σκοπούς του Μουσείου χρόνου. Προσπαθούσα εντούτοις, και ως ένα σημείο το πετύχαινα, να μην προδώσω τα επιστημονικά μου ενδιαφέροντα.

 

Παρότι προσπαθήσατε να παραδώσετε τη σκυτάλη του διευθυντή του Μουσείου, φαίνεται ότι το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Το Μουσείο Μπενάκη άντεξε με νέο διευθυντή, τον Γάλλο Ολιβιέ Ντεκότ, μόλις 6 μήνες. Τι συνέβη και ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο Μουσείο;

Δεν θα ήθελα να αναφερθώ διεξοδικά στη διάλυση της σχέσεως του Μουσείου με τον κ. Ντεκότ, η οποία, ούτως ή άλλως, έγινε συναινετικά «λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων». Μπορώ ωστόσο να σας διαβεβαιώσω ότι ο διάδοχός του, ο Γιώργος Μαγγίνης, διαθέτει όλα τα προσόντα, και τα διοικητικά και τα επιστημονικά και τα ηθικά, για να κατευθύνει τον μουσειακό οργανισμό ακόμα και σε τρικυμισμένες περιόδους, όπως οι σημερινές.

@ Η οικονομική κρίση έχει επιφέρει μεγάλο πλήγμα και στον πολιτισμό. Τα μουσεία σίγουρα έχουν υποστεί τις συνέπειες, αφού οι κρατικές επιχορηγήσεις έχουν μειωθεί δραματικά. Είχατε δηλώσει κάποτε ότι έχετε «όραμα επίθεσης στη κρίση». Ποια είναι τα «όπλα» σας για μια τέτοια επίθεση;

Για το «όραμα της επίθεσης στην κρίση», που με ρωτάτε, θα σας αναφέρω τις τρεις προτροπές που έδινα γενικότερα κυρίως στους νεότερους: υπομονή, αντοχή και αισιοδοξία. Προπάντων όμως κανενός είδους υποβάθμιση αρχών. Και αν οι περιστάσεις επιβάλλουν κάποιον περιορισμό στα ποσοτικά μεγέθη των στόχων, αυτό να μην επηρεάζει καθόλου την ποιοτική τους παράμετρο.


@ Η Λάρισα είναι μια από τις πόλεις που επενδύει στον πολιτισμό. Το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας, το Διαχρονικό Μουσείο και η Δημοτική Πινακοθήκη-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα είναι τα μεγαλύτερα μουσεία της πόλης που όχι απλώς επιβιώνουν αλλά ανθίζουν κιόλας σε τέτοιους καιρούς. Βέβαια, αντιμετωπίζουν και αυτά τα προβλήματά τους. Εσείς με την τεράστια εμπειρία σας, τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει ώστε τα Μουσεία της Περιφέρειας να γίνουν περισσότερο ελκυστικά στους επισκέπτες της πόλης;

Πρέπει να καλλιεργούν συστηματικά και με κάθε τρόπο τη σχέση τους με την τοπική κοινωνία, τη φιλικότητά τους. Πρέπει δηλαδή να καταστρώνουν στρατηγικά σχέδια προσέλκυσης όλων των κατηγοριών και όλων των ηλικιών του τοπικού κοινού, διοργανώνοντας πάσης φύσεως ελκυστικές εκδηλώσεις, ακόμα και από αυτές που δεν είναι γενικότερα αποδεκτές ή καθιερωμένες. Τα Μουσεία πρέπει να είναι οι χώροι της συναναστροφής, των συζητήσεων, της ευεξίας. Και όσοι έχουν την ευθύνη τους, εκτός από τη διοργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, οφείλουν να βρίσκονται σε μια φιλική επαφή με τους διδάσκοντες στα σχολεία όλων των βαθμίδων, για να εξασφαλίσουν τη συνδρομή τους στην αφύπνιση του ενδιαφέροντος των νέων. Πρέπει με άλλα λόγια να καταλάβουν ότι τα Μουσεία και τα Σχολεία λειτουργούν συμπληρωματικά.

@ Ποια μουσεία της περιφέρειας ξεχωρίζετε και γιατί;

Εξαιρώντας τα κρατικά μουσεία, η πολιτική των οποίων καθορίζεται άνωθεν, οφείλω να αποτίσω έναν φόρο τιμής σε πολλά μουσεία της περιφέρειας για το έργο που επιτελούν, την ανεξαρτησία τους και την ευφάνταστη ποικιλία των δράσεών τους. Από όλα αυτά τα μουσεία θα σταθώ μόνο σε δύο: στο Ιστορικό Μουσείο του Ηρακλείου για να εξάρω την παιδευτική, επιστημονική και κοινωνική προσφορά του, με τη διοργάνωση συνεδρίων, περιοδικών εκθέσεων, καθώς και την πολύτιμη εκδοτική του δραστηριότητα. Θα μνημονεύσω ακόμα την Πινακοθήκη του Μετσόβου, για τους ίδιους ακριβώς λόγους.

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΝΑΤΑΣΣΑ ΠΟΛΥΓΕΝΗ - Δημοσίευση: 15 Οκτ 2017  

ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΛΑΡΙΣΑΣ