Βρέθηκε στον πλησιέστερο σε εμάς αστέρα, τον Εγγύτατο του Κενταύρου, και μοιάζει πολύ με τη Γη

 

Καθηγητής Βάρβογλης Χάρης

 

 

Πιο κοντινός (εξωπλανήτης) δεν γίνεται!

Καλλιτεχνική απεικόνιση του Εγγύτατου β

 

Έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια από την ανακάλυψη του πρώτου εξωπλανήτη, δηλαδή του πρώτου πλανήτη που παρατηρήσαμε να περιφέρεται γύρω από ένα αστέρι πέρα από τον Ήλιο μας, και ο αριθμός των γνωστών αντικειμένων αυτής της κατηγορίας έχει ήδη ξεπεράσει τις 3.500. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι αέριοι, έχουν μάζα πολύ μεγαλύτερη από αυτήν της Γης και περιφέρονται γύρω από μακρινά αστέρια σε τροχιές τόσο μικρής ακτίνας, ώστε η υψηλή θερμοκρασία τους (λόγω της γειτνίασης με τον αστέρα) να μην επιτρέπει την ύπαρξη υγρού νερού. Η πρόσφατη ανακοίνωση της ανακάλυψης ενός εξωπλανήτη γύρω από τον αστέρα Εγγύτατο του Κενταύρου (Proxima Centauri) άλλαξε μεμιάς αυτή την εικόνα. Ο πλανήτης αυτός είναι στερεός, έχει μάζα περίπου όση αυτή της Γης και βρίσκεται στη ζώνη βιωσιμότητας του κεντρικού αστέρα, σε εκείνη δηλαδή την απόσταση όπου η θερμοκρασία επιτρέπει την ύπαρξη υγρού νερού.


Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά το γεγονός ότι το κεντρικό αστέρι είναι το πλησιέστερο προς τη Γη, σε απόσταση «μόλις» 4,2 ετών φωτός, τότε έχουμε πραγματικά μια σημαντική πρωτιά: βρήκαμε έναν πλανήτη σαν τη Γη, στην πλησιέστερη δυνατή απόσταση από εμάς! Δυστυχώς όμως φαίνεται ότι οι συνθήκες στην επιφάνειά του, πέρα από την πιθανή ύπαρξη υγρού νερού, δεν είναι και πολύ κατάλληλες για την ανάπτυξη ζωής. Αυτό βέβαια δεν σταματάει τους επίδοξους εξερευνητές να αντιμετωπίζουν ήδη τον νέο πλανήτη, που πήρε το όνομα Εγγύτατος β, ως το εφαλτήριο των ανθρώπων για την κατάκτηση του Γαλαξία μας.

 


Ο νέος πλανήτης ανακαλύφθηκε στο Ευρωπαϊκό Αστεροσκοπείο του Νότου (European Southern Observatory, ESO) με τη μέθοδο των ακτινικών ταχυτήτων. Με αυτή τη μέθοδο παρατηρούμε το φάσμα ενός αστέρα και ελέγχουμε αν αυτό «ταλαντεύεται» δεξιά - αριστερά, μήπως δηλαδή αλλάζει περιοδικά το μήκος κύματος της φωτεινής ακτινοβολίας. Αν αυτό συμβαίνει, τότε είναι πιθανό αυτή η «ταλάντωση» να οφείλεται στην ύπαρξη ενός αόρατου πλανήτη, που περιφέρεται γύρω από τον αστέρα και τον αναγκάζει να αλλάζει περιοδικά θέση. Το φαινόμενο είναι πολύ ασθενές, επειδή η μάζα του πλανήτη είναι πολύ μικρότερη από αυτή του αστέρα, αλλά αν καταγραφεί, τότε μπορούμε από το πλάτος της ταλάντωσης να εκτιμήσουμε τη μάζα του πλανήτη και από την περίοδο της ταλάντωσης την απόστασή του από τον κεντρικό αστέρα καθώς και τη διάρκεια του «έτους» σε αυτόν. Έτσι βρέθηκε ότι η μάζα του πλανήτη είναι 1,3 φορές η μάζα της Γης, η απόστασή του από τον Εγγύτατο του Κενταύρου 7 εκατομμύρια χιλιόμετρα και η διάρκεια του «έτους» σε αυτόν μόλις 11 ημέρες.

 

«Θαμπό» αστέρι, ισχυρές εκρήξεις


Εκ πρώτης όψεως ο νέος πλανήτης είναι πολύ κοντά στον κεντρικό αστέρα, αν σκεφθεί κανείς ότι ο πλησιέστερος προς τον Ηλιο πλανήτης, που είναι ο Ερμής, απέχει από αυτόν 58 εκατομμύρια χιλιόμετρα. Αλλά ο Εγγύτατος είναι ένα πολύ αμυδρό αστέρι, που εκπέμπει μόλις το 0,2% της ακτινοβολίας του Ηλίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο νέος πλανήτης έχει τόσο «ήπια» θερμοκρασία, που επιτρέπει την ύπαρξη υγρού νερού, χαρακτηριστικό που πιστεύεται ότι είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη ζωής. Δυστυχώς όμως ο Εγγύτατος του Κενταύρου δεν είναι τόσο «ήσυχος» όσο ο Ήλιος. Το μαγνητικό πεδίο του είναι 600 φορές ισχυρότερο του Ηλίου, με συνέπεια να εμφανίζονται στην επιφάνεια του αστέρα εκρήξεις σημαντικά ισχυρότερες από αυτές του Ηλίου. Αυτό το γεγονός όχι μόνο σημαίνει ότι η επιφάνεια του νέου πλανήτη πλήττεται από ισχυρότατες κοσμικές ακτίνες, αλλά και ότι η ατμόσφαιρά του - αν υπήρχε ποτέ - θα έχει διαφύγει κατά μεγάλο ποσοστό στο Διάστημα. Έτσι η επιφάνεια του πλανήτη είναι απροστάτευτη τόσο από τις κοσμικές ακτίνες που προέρχονται από τις εκρήξεις που αναφέραμε, όσο και από τις ακτίνες-Χ του κεντρικού αστέρα. Ένα τέτοιο περιβάλλον σίγουρα δεν είναι και το καλύτερο για την ανάπτυξη ζωής.

Ανεξάρτητα όμως από τις συνθήκες στην επιφάνεια του Εγγύτατου β, η ιδιότητά του να είναι ο κοντινότερος εξωπλανήτης προς τη Γη δημιουργεί σε πολλούς την ιδέα να αποτελέσει τον στόχο μιας μελλοντικής διαστημικής αποστολής. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να είμαστε υπομονετικοί. Με την υπάρχουσα τεχνολογία, θα χρειάζονταν 7.000 χρόνια για να φθάσει στον προορισμό της.

 

ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟ ΒΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  28/08/2016