(Απόσπασμα του άρθρου: Οργάνωση ενός μεθοδικού μαθήματος,
από το βιβλίο του Ε. Π. Παπανούτσου, Αγώνες και Αγωνία για την Παιδεία,
Ίκαρος 1965, σ. 119-123)

 

 

 

 

 

Σήμερα θα σας εκθέσω μερικές βασικές ιδέες της διδακτικής. Δεν μιλώ σε κατ' επάγγελμα εκπαιδευτικούς και γι' αυτό νομίζω ότι θα είναι χρήσιμο να κουβεντιάσουμε απόψε για το πώς μπορεί κανείς μεθοδικά να διαμορφώσει ένα μάθημα, ώστε να ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις απαιτήσεις της διδακτικής.

 

Πέρασε ο καιρός που πιστεύαμε ότι το παν είναι η μέθοδος, η διδακτική μέθοδος, για έναν δάσκαλο. Αυτή ήτανε μια - ας το πούμε έτσι - βρεφική αρρώστια της παιδαγωγικής επιστήμης, και την πέρασε. Νόμιζε δηλαδή η παιδαγωγική επιστήμη ότι αρκεί να μάθει κανείς υπό τύπον φόρμουλας ή συνταγής πώς πρέπει να διαμορφώνεται ένα πρότυπο μάθημα, κι αν μάθαινε αυτό το μυστικό, από κει και πέρα πια θα ήταν ένας παιδαγωγικά άψογος δάσκαλος. Γι' αυτό είχανε ριχτεί (έξω πρώτα, και αργότερα και στην Ελλάδα· όλα εδώ μας έρχονται αργά) στην αναζήτηση μιας τέτοιας μεθόδου. Να βρουν δηλαδή τη συνταγή με την οποία θα μπορούσε κανείς, σαν εκπαιδευτικός, να διαμορφώσει «τέλεια» το μάθημά του. Όταν πέρασε αυτή η αρρώστια, βρήκαμε και το όνομά της. Την είπαμε διδακτισμό.  Είναι η δοξασία ή η γνώμη η εσφαλμένη ότι μπορεί κανείς, εάν μεθοδικά διαμορφώσει άψογα την προσφορά του στα παιδιά, να είναι ήσυχος ότι το έργο του το έχει κάνει κατά τον καλύτερο τρόπο. Όλοι απευθύνονταν στον διδακτικό να τους δώσει την περίφημη φόρμουλα για να λύσουν το πρόβλημά τους. Σήμερα αυτό δεν το πιστεύομε. Όχι μόνον σήμερα, πάνε πολλά χρόνια που πάψαμε να πιστεύουμε στον διδακτισμό.  Σήμερα ισχύει ο σοφός λόγος ενός παιδαγωγού του μεσοπολέμου που είπε:  « Δώστε μου έναν άνθρωπο που ξέρει καλά την επιστήμη του, τη δουλειά του γενικά, και θα σας τον κάνω μέσα σε 2 ώρες τον καλύτερο διδακτικό στο μάθημα της δουλειάς του». Από τότε αρχίσαμε και λέμε στον φυσικό επιστήμονα ή στον μαθηματικό ή στον φιλόλογο:  «Πρώτα μάθε καλά  τη δουλειά σου και ύστερα έλα να σου πούμε  πώς να διδάξεις το μάθημά σου. Και θα ιδείς ότι θα τα καταφέρεις μια χαρά».

 

................................................................................................

 

 

 

 

Πρώτα πρώτα αρχίζω από μερικούς κοινούς τόπους. Να αυτοσχεδιάζετε, ναι, αλλά να ξέρετε τι έρχεστε να διδάξετε, αρχή πρώτη. Μα, θα μου πείτε, είναι δυνατόν να μπαίνω μέσα στην τάξη μου και να μη ξέρω τι έρχομαι να διδάξω;  Δυστυχώς είναι δυνατόν, ως εξής:  Έχετε βέβαια στο νου σας το θέμα που θα αναπτύξετε, αλλά δεν το έχετε μέσα σας επεξεργαστεί αυτό το θέμα, ώστε να ξέρετε ως πού πάει, είτε εις πλάτος είτε εις βάθος. Θα πάω να διδάξω - ας πούμε - για τα συγκοινωνούντα δοχεία, ή θα πάω να διδάξω αυτό τον τύπο των Μαθηματικών ή εκείνη τη μορφή του Σχεδίου, αλλά λέω μέσα μου: «Ε! από τα πράγματα τα ίδια θα οδηγηθώ ως πού θα φτάσω». Επομένως, δεν ξέρετε ακόμα τι «ακριβώς» θα διδάξετε. Πρέπει πριν μπει κανείς μέσα στην τάξη, να έχει καλά γυρίσει μέσα στο μυαλό του το θέμα και να είναι εντελώς σίγουρος από πού έως πού θα το δώσει μέσα στον χρόνο που έχει στη διάθεσή του. Το να μην προλάβεις μέσα σ' αυτόν τον χρόνο να δώσεις εκείνο που έχεις ετοιμάσει να δώσεις, δεν πειράζει. Το να σου μείνουν πολλά πράγματα για μιαν άλλη ώρα ή ακόμη να μην προλάβεις να το τελειώσεις, δεν έχει τόση σημασία, αν έχεις την επίγνωση της έλλειψης, αν δηλ. ήξερες από πριν τι είχες να δώσεις και τα ίδια τα πράγματα σ' εμπόδισαν να το δώσεις: μια αδιαθεσία σου σε διέκοψε, χτύπησε το κουδούνι, σε ειδοποίησε ο διευθυντής ότι τα μαθήματα λήγουν γρηγορότερα κ.ο.κ.  Αλλά όπως και νά 'ναι, εσύ ήξερες από πριν τι είχες να διδάξεις. Ώστε πρώτη αρχή είναι η αρχή να ξέρομε από πριν καλά τι έχομε να διδάξομε.

 

Κι εδώ απάνω σημειώνω την παρατήρηση την ορθή του συναδέλφου που μου έλεγε χτες κατά τη συζήτηση ότι πρέπει να αναλύσομε περισσότερο το αναλυτικό μας πρόγραμμα, και αυτό το αναλυτικό πρόγραμμα να το βάλομε μέσα στον διδακτικό χρόνο, να ξέρομε δηλαδή για κάθε θέμα ποια είναι η θέση του, ποια η έκτασή του, τι διάρκεια μπορεί να έχει κ.ο.κ. Ένα πλάνο χρειάζεται που να το έχει ο δάσκαλος στον νου του. Ξέρει κανείς το θέμα που θα διδάξει όταν το θέμα αυτό δεν είναι μόνο του, μέσα στο μυαλό, αλλά είναι βαλμένο σε μιαν αλληλουχία ενός μεγάλου συνόλου που είναι ολόκληρη η διδασκαλία του έτους ή των   ετών, από την αρχή έως το τέλος. Τι διαφέρει ένας βαθύς, σοφός επιστήμων από έναν άλλο που σπούδασε αλλά δεν επήγε εις βάθος;  Μπορεί μερικά επιμέρους θέματα αυτός ο δεύτερος να τα ξέρει καλύτερα από τον πρώτο. Ο πρώτος όμως έχει τη θέα του συνόλου, ξέρει τη διάρθρωση του συνόλου, την υφή του συνόλου, την έχει τόσο καθαρά μέσα του ώστε, όπως δουλεύουν μερικοί για την αποκρυπτογράφηση των κειμένων ή για τη συμπλήρωση των αρχαίων επιγραφών, αν τύχει και κάτι μέσα στην παράστασή του λείπει, ξέρει τόσο πολύ όλα τα άλλα, ώστε αυτό το ένα το μαντεύει αμέσως. Έτσι διαβάζομε άλλωστε:  Κοιτάζομε την αρχή της λέξης και πάμε αμέσως στο τέλος της λέξης. Τα άλλα τα συμπληρώνομε με τη φαντασία μας. Τέτοιος είναι ο επιστήμονας ο βαθύς. Λοιπόν ξέρω το θέμα μου, όχι μόνο όταν το έχω γυρίσει μέσα στο μυαλό μου καλά, όταν γνωρίζω την έκτασή του, το βάθος του, τη χρονική του διάρκεια, τις δυσκολίες του, αλλά ξέρω κι' αυτό το θέμα τι θέση έχει μέσα στην αλληλουχία ενός συνόλου. Και το σύνολο δεν μπορεί να είναι μόνο το μάθημα της τάξης, αλλά όλων των τάξεων του σχολείου ή όλης της επιστήμης. Ώστε δεν είναι πολύ εύκολο πράγμα να πει κανείς τον μεγάλο λόγο «το ξέρω το θέμα». Είναι πολύ δύσκολο πράγμα.

 

Και τώρα η δεύτερη αρχή:  Πρέπει με το θέμα αυτό εγώ ο ίδιος να είμαι σε πολύ καλές σχέσεις πριν μπω μέσα στην τάξη. Σε τόσο καλές σχέσεις, ώστε να κινούμαι μέσα στο θέμα μου με άνεση. Γιατί ούτε να προσφέρω μπορώ, αν δεν το ξέρω πάρα πολύ καλά και δεν είμαι οικείος μαζί του, ούτε μπορώ να προβλέψω το τι θα με βρει μέσα στην τάξη με τις ερωτήσεις που θα μου κάνουν, ή το τι θα με βρει από την εξέλιξη του θέματος εφόσον θα το διαπραγματεύομαι, μήπως δηλαδή οι ίδιες οι δυσκολίες με καταβάλουν. Ώστε λοιπόν χρειάζεται όχι μόνο η ενημέρωση, αλλά και η σιγουριά. Πρέπει νά'σαι πολύ σίγουρος γι' αυτό που πας να διδάξεις. Γι' αυτό άλλωστε απαιτούμε από τον δάσκαλο να ξέρει πολύ περισσότερα πράγματα από όσα έχει να διδάξει. Αν γινότανε το αντίθετο, θα παίρναμε έναν αριστούχο μαθητή του δημοτικού σχολείου που τα έχει πολύ πρόχειρα όλα μέσα στο μυαλό του και θα τον βάζαμε να διδάξει στο Δημοτικό Σχολείο.  Επίσης έναν που τελείωσε με άριστα το Γυμνάσιο, θα τον κάναμε καθηγητή του Γυμνασίου.  Έναν που τελείωσε το πανεπιστήμιο ή το πολυτεχνείο, θα τον ονομάζαμε αμέσως καθηγητή, αφού θα τά ?χει όλα πρόσφατα στο κεφάλι του. Έτσι δεν είναι;  Αυτός μπορεί να τα ξέρει, αλλά δεν έχει την οικειότητα που πρέπει, ώστε, σαν τον καλό καπετάνιο που θα βρεθεί σε δύσκολη ώρα, να ξέρει πού θα στρίψει το τιμόνι. Λοιπόν η ενημέρωση, η οικειότητα και η σιγουριά. Αυτά όλα είναι το στάδιο της προπαρασκευής.

 

Το τρίτο που δεν πρέπει ποτέ να χάνει από τα μάτια του ο δάσκαλος, είναι το επίπεδο της τάξης του. Με την τάξη του ο δάσκαλος πρέπει να έχει ένα είδος μυστικής ένωσης.  Να την αισθάνεται σαν μια προέκταση του σώματός του, όπως αισθάνεται η μητέρα το παιδί και μπορεί να μη το βλέπει κι εντούτοις να λέει:  «Κάτι δεν πάει καλά μέσα στο σωματάκι αυτό». Κανείς από τους άλλους απ? έξω δεν το καταλαβαίνει. Εκείνη όμως το καταλαβαίνει γιατί είναι το παιδί προέκταση και συνέχεια δική της. Ή όπως ο καλλιτέχνης· έχει κι αυτός μιαν ένωση μυστική με τα υλικά του (το μάρμαρο, το μέταλλο, το χαρτί, τη μπογιά κτλ.) και ξέρει τι δεν πάει καλά, τι δεν θα πάει καλά. Λοιπόν την τάξη μας πρέπει να την ξέρομε έτσι. Όχι να περιμένομε από το βαθμολόγιο ή τον κατάλογο να σχηματίσομε ιδέα για τις επιδόσεις του τάδε μαθητή μας.  Αντίθετα πρέπει να ξέρομε πώς θα αντιδράσει στον παραμικρό ερεθισμό ο μαθητής μας. Επίσης να ξέρομε τον μαθητή όχι μόνο σαν άνθρωπο, αλλά και σαν εκπρόσωπο ενός συνόλου, της τάξης.  Να υπάρχει στον νου μας όχι όπως ο μέσος όρος ο μαθηματικός, αλλά όπως ο τύπος της τάξης.  Όταν ένας λέει: «αυτή είναι η δεύτερή μου τάξη»  ή  «αυτή είναι η τρίτη μου τάξη», δεν έχει υπόψη έναν ορισμένο  μαθητή, αυτόν που πάει μπροστά ή αυτόν που πάει πίσω, αλλά το ανώνυμο κι εντούτοις πάρα πολύ συγκεκριμένο πλήθος ενσαρκωμένο σε μιαν ιδεατή μονάδα. Αυτός είναι ο «μαθητής» μου. Απάνω σ' αυτόν τον μαθητή εγώ εργάζομαι, αυτόν έχω στον νου μου, με αυτόν δουλεύω, είτε όταν προπαρασκευάζομαι είτε όταν προσφέρω το μάθημά μου προφορικά ή γραπτά μέσα στην τάξη.

 

Όταν τα τρία αυτά πράγματα ο δάσκαλος τα έχει αποκτήσει, τότε μπορούμε να του πούμε:  «Άνοιξε την πόρτα, έμπα, κι' αν είσαι επιστήμονας καλός, άρχισε να αυτοσχεδιάζεις, βάλε τη φαντασία σου μπροστά και ξεκίνησε».

ΑΝΑΡΤΗΣΗ: ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ