Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Γεωργάκης

 

 

Η θρησκευτική μεταρρύθμιση συνέπεσε χρονικά με την επανάσταση των επιστημών, χωρίς καμία χρονική τυχαιότητα οι δυο μεταρρυθμίσεις εξελιχθήκαν μαζί. Η επιστημονική αλλαγή επήλθε λόγω της ανάγκης για ορθολογικότερη προσέγγιση της φύσης και ενδεχομένως λόγω της θετικότερης στάσης της εκκλησίας απέναντι στη νέα γνώση. Ενώ η θρησκευτική μεταρρύθμιση εξελίχθηκε, αφενός για να αφήσει πίσω της το σκοτεινό της παρελθόν, αφετέρου να συντονιστεί με τις κοινωνικές εξελίξεις.

Με τα νέα ρεύματα των φιλοσοφικών επιστημών να γεννιούνται, την ανάπτυξη νέων ιδεών και ορθολογικών προσεγγίσεων και την ταυτόχρονη κριτική που γεννούν τα παραπάνω στον αριστοτελισμό ήταν πλέον προφανής η επιστημονική? θρησκευτική μεταρρύθμιση. Το κλίμα της αλλαγής ενισχύθηκε και από το ρεύμα του ουμανισμού που επικρατούσε την εποχή εκείνη, το οποίο στόχευε στην πολιτιστική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση καθώς και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου και της ανεξαρτησίας αυτού από το θεοφοβικό μοντέλο που επικρατούσε ως τότε.

Ως τυπική έναρξη της επιστημονικής μεταρρύθμισης θεωρούμε το έτος 1543 όταν ο Κοπέρνικος εκδίδει το βιβλίο του «De revolutionibus orbiumcoelestium» μέσα από το οποίο εκφράζει το ηλιοκεντρικό του μοντέλο. Στο βιβλίο του κάνει χρήση των μαθηματικών, προσπαθώντας να «μαθηματικοποιήσει τη φύση», καταφέρνοντας έτσι να προβλέψει τις θέσεις των πλανητών. Στην εποχή του Κοπέρνικου δημιουργούνται νέες κοινότητες, οι κοινότητες των φυσικών φιλοσόφων, οι οποίες δημιουργούν δικούς τους θεσμούς όπως ακαδημίες και περιοδικά τα οποία εξέδιδαν με τα συμπεράσματα των μελετών τους. Ο σκοπός των επιστημονικών ακαδημιών ήταν η συζήτηση και διερεύνηση ζητημάτων που άπτονται της φυσικής φιλοσοφίας, καθώς επίσης προσδοκούν την προαγωγή της έρευνας και στην δημιουργία νέων τρόπων απόκτησης της γνώσης.

 

Τα πανεπιστήμια του 16ου και 17ουαιώνα δεν καταφέρνουν να συντονιστούν με τις εξελίξεις ώστε να γίνουν φορείς της νέας ορθολογικής σκέψης, μένοντας προσκολλημένα στην αριστοτέλεια φιλοσοφία. Εκτός από μικρές εξαιρέσεις όπως για παράδειγμα στο πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης όπου ορισμένοι καθηγητές εμφανίζονται πιο διαλλακτικοί, δέχονται τα μαθηματικά μοντέλα του Κοπέρνικου, τα οποία και προωθούν μέσα από την διδασκαλία και τα εκπαιδευτικά τους βιβλία. Ωστόσο, υπήρχε σαφής διάκριση στο αστρονομικό μοντέλο, ενώ δέχονται το μαθηματικό κομμάτι της κίνησης των πλανητών δεν συμφωνούν το ηλιοκεντρικό μοντέλο του Κοπέρνικου. Προφανώς, αυτή η άρνηση στην νέα κοσμολογική θεωρία οφειλόταν στις θρησκευτικές καταβολές των πανεπιστημιακών, στην ιστορική βαρύτητα του πτολεμαϊκού συστήματος και της αριστοτέλειας λογικής. Ταυτόχρονα άλλοι πανεπιστημιακοί προσπαθούσαν να εξηγήσουν κομμάτια της βίβλου με βάση το κοπερνίκειο σύστημα, προσπαθούσαν να συμβαδίσουν την επιστήμη με τις επίσημες θέσεις της εκκλησίας. Φιλόσοφοι, θεολόγοι και αστρονόμοι δέχονται επιφυλακτικά συγκεκριμένα κομμάτια της νέας θεωρίας τα οποία δεν θα τους δημιουργούσαν ρήξεις με την εκκλησία αλλά και με την βασική τους ιδεολογία.