Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης

Σήμερα μας φαίνεται δεδομένο και αυταπόδεικτο, αλλά η ύπαρξη του «μηδέν» διέφευγε της σύλληψης μαθηματικών και φιλοσόφων επί αιώνες. Δεν είναι ξεκάθαρο πότε ανακαλύφθηκε ούτε από ποιον, εν μέρει επειδή η χρήση του έχει υποστεί αλλαγές με τον καιρό, αλλά και επειδή εμφανίστηκε σε πολλά μέρη του κόσμου, είτε σαν ανεξάρτητη ανακάλυψη είτε μεταπηδώντας από πολιτισμό σε πολιτισμό. Θεωρείται από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις της ανθρώπινης σκέψης, και χωρίς αυτό, τα μαθηματικά θα είχαν κολλήσει κάπου στο 600 μ.Χ., με την άλγεβρα να αδυνατεί να βρει τρόπο να επεκταθεί σε πραγματικά αφαιρετικές ιδέες που θα επέτρεπαν και τη χρήση των αρνητικών αριθμών, η χρησιμότητά των οποίων δεν είχε επισημανθεί στην αρχαιότητα.

Ενώ οι μαθηματικοί άρχισαν να σκέφτονται την έννοια του μηδενός κατά το 3.000 π.Χ. (και να την απορρίπτουν), δεν ήταν πριν το 200-300 π.Χ. που οι Βαβυλώνιοι χρησιμοποίησαν ένα σύμβολο που εξελίχτηκε σε αυτό που ξέρουμε σήμερα σαν «μηδέν». Οι Βαβυλώνιοι άλλαξαν τη μορφή του συμβόλου αρκετές φορές, από δύο παράλληλες γραμμές μέχρι τα εξής:

 

0

Την εποχή που τα μαθηματικά ήταν μόνο μια μέθοδος για να μετράμε φυσικά αντικείμενα και να λύνουμε προβλήματα της άμεσης εμπειρίας μας, δεν είχε παρουσιαστεί η ανάγκη ύπαρξης τέτοιου συμβόλου. Για να πει κάποιος ότι έχει «0 καμήλες», θα έλεγε απλά «δεν έχω καμήλες». Υπάρχει ένα μεγάλο λογικό άλμα από το «5 καμήλες» στο «5 πράγματα» και στο πιο αφαιρετικό «5». Η χρήση του μηδενός επέτρεψε το να σκεφτόμαστε για τα μαθηματικά σαν κάτι αφαιρετικό, παρά μόνο σαν μια μέθοδος μέτρησης αντικειμένων.

 

 

Πρώτη γνωστή απεικόνιση του μηδέν σαν δείκτης (δύο παράλληλες γραμμές), στην πόλη-κράτος Σουμέρ της Μεσοποταμίας, πριν 5.000 χρόνια.   Εικόνα: Πρώτη γνωστή απεικόνιση του μηδέν σαν δείκτης (δύο παράλληλες γραμμές), στην πόλη-κράτος Σουμέρ της Μεσοποταμίας, πριν 5.000 χρόνια.

 

Αργότερα, κάπου μεταξύ του 400 και 1200 μ.Χ. αναπτύχθηκε η έννοια του «μηδέν», και έγινε αποδεκτό ότι αυτό σημαίνει έναν αριθμό. Αν ακόμα σας φαίνεται παράξενη η καθυστερημένη αποδοχή του «μηδέν» ως αριθμού, αναλογιστείτε ότι για πολύ καιρό ούτε το «ένα» δε θεωρούνταν αριθμός, διότι επικρατούσε η άποψη ότι ένας αριθμός πραγμάτων πρέπει να σημαίνει πολλά πράγματα μαζί. Η βασική ιδέα στην προκειμένη περίπτωση ήταν η επινόηση ενός αριθμού για το «τίποτε». Η σημαντική ιδέα ήταν η έννοια ενός νέου είδους αριθμού, ο οποίος θα αντιπροσώπευε τη συγκεκριμένη ιδέα του «τίποτε».

Αρχικά, το μηδέν χρησιμοποιήθηκε περίπου σαν σημείο στίξης, σαν δείκτης, σαν ένα μέσο για να λυθεί το πρόβλημα γραφής ενός πολυψήφιου αριθμού. Χωρίς το μηδέν, ο αριθμός 2046 θα γραφόταν 246, αλλά το ίδιο και ο αριθμός 2460. Μόνο από τα συμφραζόμενα θα μπορούσε κανείς να καταλάβει για ποιον αριθμό ακριβώς μιλάμε. Αυτό μάλλον δεν είναι τόσο παράξενο όσο φαίνεται. Όταν σήμερα κάποιος μας απαντάει «Δυόμιση» στην ερώτηση «Πόσο κοστίζει ένα παγωτό;» καταλαβαίνουμε «2,5 ευρώ», ενώ η ίδια απάντηση στην ερώτηση «Τι ώρα είναι;» σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Τα συμφραζόμενα κάνουν όλη τη διαφορά. Εδώ δηλαδή το μηδέν δεν χρησιμοποιείται ακριβώς σαν αριθμός, αλλά σαν ένα σημάδι που μας δείχνει τι σημαίνει αυτό που αποτυπώνουμε στο χαρτί. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός 2046 δηλώνει ότι έχουμε 2 χιλιάδες, 0 κατοστάδες, 4 δεκάδες και 6 μονάδες.