Η εξέλιξη του θεσμού των Μουσείων
Οι «αίθουσες των αξιοπερίεργων», έργο ευγενών, φιλοσόφων και τυχοδιωκτών, αποτελούν στα τέλη του 16ου αι., χαρακτηριστικό στοιχείο των πνευματικών ανησυχιών της εποχής.  Η έρευνα του κόσμου αρχίζει με τη συλλογή και παράταξη ασυνήθιστων αντικειμένων.  Ο 17ος αι. στρέφεται στην πειραματική επιστήμη.  Το 1683 δημιουργείται το πρώτο μουσείο που παρουσιάζει, εγκυκλοπαιδικά, τη γνώση (Ashmolean Museum, στην Οξφόρδη).  Ο 18ος αι. γνωρίζει την καθιέρωση θεσμών, όπως οι συλλογές φυσικής ιστορίας στο Βρετανικό Μουσείο (1759) και η ίδρυση του Conservatoire National des Arts et Metiers (1794, Παρίσι).
Ο 19ος αι. είναι ο αιώνας των μεγάλων αλλαγών: εδραίωση της βιομηχανικής επανάστασης, ανάπτυξη μουσείων (Royal Institution 1800, Λονδίνο) και διεθνών εκθέσεων (Crystal Palace Exhibition, 1851), επαγγελματικοποίηση των επιστημονικών δραστηριοτήτων, επιδίωξη ενημέρωσης του κοινού στις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, δημιουργίας ειδικευμένου στελεχιακού και εργατικού δυναμικού, προβολής του επιστημονικού ιδανικού και της επιστημονικής κοινότητας (διαλέξεις, εφημερίδες και βιβλία με επιστημονικά θέματα, τεχνικά εγχειρίδια).  Η πρώτη γενιά των μουσείων υπηρέτησε τη μετάδοση των γνώσεων με παρατακτική κυρίως παρουσίαση των εκθεμάτων που ήταν το κύριο στοιχείο τους.  Ο θαυμασμός του επισκέπτη, η περιορισμένη πληροφόρηση, η σιωπή των χώρων, η πρωτοκαθεδρία των ειδικών ήταν ο κανόνας.  Στις αρχές του 20ου αιώνα, το Deutsches Museum (1906) και το Museum of Science and Industry στο Σικάγο (1933) αποτελούν την κορυφαία εξέλιξή της.
Από τα μέσα του 20ου αιώνα, εποχή της κάθετης ανάπτυξης των ΜΜΕ (ραδιόφωνο, κινηματογράφος) και των επιστημονικών σωματείων, παρουσιάζεται μία νέα αντίληψη (Palais de la Decouverte, 1937, στο Παρίσι, Exploratorium, 1969, στο San Francisco) που μεταθέτει το ενδιαφέρον στην επιστημονική έρευνα, στη συστηματική εκπαίδευση.  Στοχεύουν στη στήριξη της επιστημονικής δράσης, στη δημιουργία στελεχών γι? αυτήν και στην ενημέρωση του κοινού για τις θετικές επιπτώσεις της ανάπτυξής της στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου του.  Έκτοτε, παρατηρούνται μεγάλες αλλαγές στους αριθμούς, τύπους και δραστηριότητες των μουσείων, δηλ. στους ρόλους που αυτά αναλαμβάνουν, απαντώντας στις βαθιές αλλαγές (ανάγκες και ανησυχίες) που παρουσιάζονται στο σύγχρονο κόσμο.
Ο διαρκώς αναπτυσσόμενος ρόλος των επιστημών και της τεχνολογίας στη ζωή και η αντίστοιχη αύξηση της απόστασης των ανθρώπων από το ελάχιστο όριο κατανόησής τους, δημιουργούν το πιο οξύ ίσως πρόβλημα: την αποτελεσματική λειτουργία των ευρύτερων στρωμάτων ως πολιτών, εργαζομένων και καταναλωτών.
Η δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος έχει ανάγκη τη συμμετοχή του μέγιστου δυνατού αριθμού ενήμερων πολιτών στη συζήτηση και λήψη αποφάσεων για θεμελιώδη θέματα στα οποία η επιστήμη έχει ρόλο σημαντικό: Έκρηξη της πληροφορικής και διαδίκτυο, χρήση της πυρηνικής ενέργειας, διάδοση των γενετικά μεταλλαγμένων προϊόντων,  οικολογικά θέματα, η πρόοδος της ιατρικής και επιπτώσεις της, κ.α.
Η οικονομική λειτουργία της κοινωνίας έχει ανάγκη από επιστημονικά-τεχνολογικά μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό τόσο στον τομέα της έρευνας, σχεδιασμού και παραγωγής όσο και στον τομέα της κατανάλωσης («ανάγνωση» προϊόντων, χρήση υπηρεσιών).
Ελάχιστο όριο κατανόησης της επιστήμης σημαίνει να καταλαβαίνει κανείς τους όρους και τις αρχές της, τη διαδικασία και τις επιπτώσεις της στην κοινωνία.  Από αυτό εξαρτάται η ανάπτυξη επιστημονικής στάσης απέναντι στην πραγματικότητα, που σημαίνει ετοιμότητα στην αλλαγή γνώμης βάσει νέων πληροφοριών, αναζήτηση της αλήθειας στο σύνολό της χωρίς προκαταλήψεις, έλεγχο της σχέσης αιτίας και αποτελέσματος, διαμόρφωση κρίσης με βάση τα πράγματα.
Από αυτές τις εξελίξεις και διαπιστώσεις προέκυψε η θεμελιώδης σήμερα ανάγκη της συνεχούς μετεκπαίδευσης και η (παραπληρωματική) αξία της άτυπης επιστημονικής παιδείας στα πλαίσια της οποίας εγγράφηκε και ο ρόλος των μουσείων επιστήμης και τεχνολογίας.
Τα σύγχρονα μουσεία ιστορίας των επιστημών και τεχνολογίας κατάγονται από τα μουσεία ιστορίας και εθνολογίας  (όπου τα τεχνήματα λειτουργούν ως τεκμήρια) και τις διεθνείς εκθέσεις, που προβάλλουν τις επιτεύξεις επιστημών και τεχνολογίας και τις επιπτώσεις τους στη ζωή μας. Σήμερα, ο επισκέπτης καλείται να αξιοποιήσει σ? αυτά και τα πιο εξελιγμένα οπτικοακουστικά μέσα και να χρησιμοποιήσει διαρκώς περισσότερο διαδραστικά συστήματα μετάδοσης γνώσης.
Η τηλεόραση και τα οργανωμένα κέντρα ψυχαγωγίας τύπου Disneyland, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια στους υπολογιστές και το διαδίκτυο , ανταγωνίζονται τα μουσεία διεκδικώντας μεγάλο μερίδιο του ελεύθερου χρόνου του σύγχρονου ανθρώπου. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η βελτίωση της παιδείας, η αύξηση του ελεύθερου χρόνου και η ανάδειξη του τουρισμού σε «βαριά βιομηχανία» που αναζητεί για τους πελάτες της νέες εμπειρίες, ενισχύουν την θέση των μουσείων. Η ανάγκη των μουσείων για ανεξαρτησία, εγκυρότητα και αξιοπιστία, για την ενίσχυση του ρόλου τους, επέβαλλαν και εξακολουθούν να επιβάλλουν την συμμετοχή του Κράτους στη χρηματοδότηση τους.

Κώστας Τάνης