Θα περίμενε κανείς ότι η ενασχόληση με τους αριθμούς οδηγεί σε ορθολογική σκέψη. Φαίνεται όμως ότι ακόμη και επιστήμονες χάνουν το μέτρο όταν η αγάπη για τους αριθμούς γίνεται πάθος και αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις

Καθηγητής Χάρης Βάρβογλης

 

Η βασική χρήση των αριθμών από την προϊστορική εποχή ήταν η μεταφορά ποσοτικών πληροφοριών στον προφορικό και αργότερα στον γραπτό λόγο. Κατά την ελληνική αρχαιότητα ο Πυθαγόρας είχε «αναβαθμίσει» τη σημασία των αριθμών λέγοντας «πάντα κατ' αριθμόν γίγνονται» (όλα γίνονται σύμφωνα με τους αριθμούς). Στη σύγχρονη εποχή οι ιδέες του Πυθαγόρα έχουν επεκταθεί προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μια μεριά μεγάλοι επιστήμονες προσπάθησαν μέσω των αριθμών να ανακαλύψουν νόμους της φύσης, ενώ από την άλλη πάρα πολλοί θεωρούν ότι οι αριθμοί επηρεάζουν την καθημερινή ζωή μας. Και οι δύο αυτές κατευθύνσεις χαρακτηρίζονται με τον όρο αριθμολογία, παρότι έχουν εντελώς διαφορετική φιλοσοφία. Η πρώτη προσπαθεί να συνδέσει τους αριθμούς με το υπόβαθρο της Φυσικής ενώ η δεύτερη με τη μαντεία και τις προλήψεις.

 

Επιστημονική αριθμολογία χαρακτηρίζουμε την αναζήτηση φυσικών (κυρίως) θεωριών όχι με βάση πειράματα ή αξιώματα με φιλοσοφικό ενδιαφέρον αλλά με βάση φαινομενολογικές παρατηρήσεις ομοιοτήτων αριθμών. Τέτοιου είδους θεωρίες ανέπτυξαν τρεις μεγάλοι επιστήμονες, κατά χρονολογική σειρά ο μαθηματικός Χέρμαν Βάιλ (Hermann Weyl), ο θεωρητικός φυσικός Πολ Ντιράκ (Paul Dirac) και ο αστρονόμος Αρθουρ Εντινγκτον (Arthur Eddington). Οι δύο πρώτοι παρατήρησαν ότι η ηλεκτροστατική δύναμη είναι 1040 (δηλαδή, το δέκα ακολουθούμενο από 39 μηδενικά) φορές ισχυρότερη της βαρυτικής και ότι η λεγόμενη «ακτίνα του Σύμπαντος» είναι 1040 φορές μεγαλύτερη από την ακτίνα του ηλεκτρονίου. Ο Ντιράκ υπέθεσε ότι αυτή η ισότητα δεν είναι συμπτωματική και με βάση αυτήν ανέπτυξε το 1937 μια κοσμολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία η «σταθερά» G της νευτώνειας θεωρίας της βαρύτητας δεν είναι σταθερή αλλά μειώνεται με τον χρόνο, ενώ η μάζα του Σύμπαντος αυξάνεται με τον χρόνο. Σήμερα η θεωρία αυτή έχει εγκαταλειφθεί. Την ίδια εποχή ο Εντινγκτον είχε προσπαθήσει να ερμηνεύσει αριθμολογικά την τιμή της λεγόμενης «σταθεράς λεπτής υφής» την οποία είχε εισαγάγει το 1919 ο Αρνολντ Ζόμερφελντ για να ερμηνεύσει τα αποτελέσματα πειραμάτων φασματοσκοπίας. Ο Εντινγκτον υποστήριξε ότι για «λόγους αισθητικής» η σταθερά αυτή θα έπρεπε να ισούται ακριβώς με 1/136 και ξεκινώντας από αυτή την υπόθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αριθμός των ηλεκτρονίων του Σύμπαντος είναι ακριβώς 136x2256 = 1,57x1079. Σήμερα, που γνωρίζουμε ότι η σταθερά λεπτής υφής δεν ισούται με το αντίστροφο κάποιου ακεραίου, η θεωρία αυτή δεν θεωρείται σοβαρή, ο δε αριθμός των ηλεκτρονίων του ορατού Σύμπαντος υπολογίζεται ότι είναι δέκα φορές μεγαλύτερος από όσο υπολόγιζε ο Εντινγκτον. Γενικότερα θα έλεγε κανείς πως η επιστημονική αριθμολογία δεν θεωρείται σήμερα ότι έχει κάποια επιστημονική βάση.