- Αναδημοσιεύτηκε από την ΠΗΓΗ: http://mouseiopaidagogiki.gr/
- Κατηγορία: Μουσεία
- Επισκέψεις: 2387
Τι είναι Μουσείο και ποιος ο ρόλος του σε σχέση με την Εκπαίδευση; Ποιες είναι οι διαστάσεις της Μουσειοπαιδαγωγικής ως κλάδου της Παιδαγωγικής και πώς οι σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις βρίσκουν εφαρμογή στο Μουσείο; Ποιες είναι οι απόπειρες διαλόγου μεταξύ Μουσείου και Σχολείου και ποια η αποτίμησή τους; Τα παραπάνω είναι βασικά ερωτήματα γύρω από τα οποία αναπτύσσεται το θέμα «Συνεργασία Μουσείου και Σχολείου. Ο ρόλος των Μουσειοπαιδαγωγών», καθώς οι έννοιες «εκπαίδευση» και «πολιτισμός» βρίσκονται σε συνεχή διάλογο και η συνεργασία Μουσείου και Σχολείου μπορεί να επιτευχθεί μέσα από διαύλους διαρκούς επικοινωνίας και ανατροφοδότησης.
Στην κατεύθυνση αυτή αποφασιστικής σημασίας είναι η συμμετοχή των μουσειοπαιδαγωγών, οι οποίοι/ες θα εργαστούν αφενός με τους /τις ειδικούς του μουσείου και με τους /τις εκπαιδευτικούς αφετέρου, για να υπάρξουν σταθερά οφέλη τόσο για το Μουσείο όσο και για το Σχολείο...
Συνεργασία Μουσείου και Σχολείου - Ο ρόλος των μουσειοπαιδαγωγών
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Συντάχθηκε από την κα Θεοδοσία Ράπτου, δασκάλα- μουσειοπαιδαγωγός
Συνεργασία Μουσείου και Σχολείου
Α) Μουσεία- Μουσειοπαιδαγωγική- Μουσειοπαιδαγωγοί
Σύμφωνα με τον ορισμό του ICOM (International Council of Museums), «Μουσείο είναι ένα μόνιμο ίδρυμα, μη κερδοσκοπικό, που έχει σκοπό να βοηθήσει στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Είναι ανοικτό στο κοινό, για να δει και να καταλάβει την ιστορία του, με τη βοήθεια των αντικειμένων (υλικός πολιτισμός) που δημιούργησαν οι κοντινοί και μακρινοί προγονοί του. Το μουσείο κάνει έρευνες στην ύπαιθρο και στις πόλεις, προσπαθεί να συγκεντρώσει αντικείμενα του παρελθόντος (μουσειακά αντικείμενα), να τα διαφυλάττει, να τα συντηρεί, για να τα μελετά και να τα εκθέτει για παιδεία και ψυχαγωγία».
Στην Ελλάδα το πρώτο ελληνικό μουσείο ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1829 στην Αίγινα και όταν έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους η Αθήνα, ιδρύθηκε το «Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον». Πολλά μουσεία στη διάρκεια του 19ου αι. χρησιμοποιήθηκαν για καθαρά εθνικιστικούς σκοπούς. Στο ίδιο ιδεολογικό κλίμα κινήθηκε και το ελληνικό μουσείο (Ανδρέου,1996).
Στα τέλη όμως του 19ου αι. η «κίνηση για την εκπαίδευση των εργατών» στη Γερμανία, προσπάθησε να προωθήσει τα μουσεία σαν ένα είδος εκπαιδευτηρίων του λαού. Κίνητρο γι? αυτήν την προσπάθεια στάθηκε η ολοένα αυξανόμενη βιομηχανοποίηση και αστικοποίηση μεγάλων μαζών του πληθυσμού. Οι υποστηρικτές της κίνησης θέλοντας να αποτρέψουν την αποξένωση του ανθρώπου από τις ρίζες του, πρότειναν την επαφή με την τέχνη, μέσω των μουσείων, θεωρώντας ότι μέσα από την τέχνη επανασυνδέεται ο άνθρωπος με τον ίδιο του τον εαυτό και βοηθιέται στην εξύψωση και βελτίωση της ηθικής και γενικότερης συμπεριφοράς του (Ανδρέου,1996).
Οι προβληματισμοί αυτοί βρήκαν πρόσφορο έδαφος και στην Παιδαγωγική, η οποία άρχισε να ασχολείται με ζητήματα και προβλήματα μουσειακής εκπαίδευσης καθώς επίσης και με ζητήματα διασύνδεσης του μουσείου με το σχολείο.
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο άρχισε να διαφαίνεται μια πιο οργανωμένη προσπάθεια των μουσείων και των οργανισμών να φέρουν τα μουσεία κοντά στους μαθητές και το σχολείο και να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στο μουσείο και το σχολείο, επαναπροσδιορίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο και τους στόχους τους. Πολλά μουσεία ανά τον κόσμο αναθεωρούν και εμπλουτίζουν το ρόλο τους, στοχεύοντας στην προσέλκυση του κοινού και κυρίως σε νέες ομάδες κοινού. Το «άνοιγμα» αυτό των μουσείων προς την κοινωνία, τα σχολεία και άλλους φορείς (εκπαιδευτικούς και μη) αλλά και το παράλληλο ενδιαφέρον του κοινού για τα μουσεία και τους χώρους πολιτισμικής αναφοράς έχει δημιουργήσει διάλογο μεταξύ παιδαγωγικής και μουσειολογίας και έχει συμβάλλει στη δημιουργία ενός νέου επιστημονικού πεδίου και στη γένεση ενός νέου όρου, της μουσειοπαιδαγωγικής. Η μουσειοπαιδαγωγική είναι ένας νέος τομέας της παιδαγωγικής, απ? την οποία τροφοδοτείται και την οποία με τη σειρά της προωθεί. «Διασυνδέεται με βασικές αναζητήσεις της σύγχρονης παιδαγωγικής, που επαναπροσδιορίζουν τις γενικές αρχές, τον προσανατολισμό και τους στόχους της εκπαίδευσης, τις διδακτικές μεθόδους και τις τεχνικές αξιολόγησης με βάση τα πορίσματα της παιδαγωγικής έρευνας, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, της θεωρίας της επικοινωνίας και της ερμηνείας» (Νάκου,2001).